μαρτυρουμένου

μαρτυρουμένου
μαρτῠρουμένου , μαρτύρομαι
call to witness
fut part mp masc/neut gen sg (attic epic doric)
μαρτυρέω
bear witness
pres part mp masc/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • επίχειρα — τα (AM ἐπίχειρα, τὰ Α και ἐπίχειρον, τὸ) η πληρωμή που λαβαίνει κάποιος για το κακό που έπραξε, ποινή, τιμωρία για κάτι (α. «τα επίχείρα τής κακίας του» β. «τοιαῡτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης τἀπίχειρα γίγνεται» γ. «τῆς προπετείας πικρά κομίζονται… …   Dictionary of Greek

  • επιλιχμώ — ἐπιλιχμῶ, άω (Α) 1. επιλείχω* 2. μέσ. κατατρώγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λιχμώ «γλείφω», πιθ. μετονοματικό παράγωγο κάποιου μη μαρτυρούμενου τ. (Ίσως *λίχ μος < λείχ ω). Εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα λιχ τού θ. λειχ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”